Ο σίδηρος, ένα από τα κυριότερα ιχνοστοιχεία, αποτελεί εδώ και
δεκαετίες αντικείμενο μελέτης από την επιστημονική κοινότητα, αναφέρει η
εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Τα παλιά τα χρόνια η ανησυχία ήταν ότι η ανεπαρκής κατανάλωσή του θα προκαλούσε σιδηροπενική αναιμία. Το πρόβλημα αυτό, όμως, σήμερα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, καθώς πολλά τρόφιμα του εμπορίου – από ψωμί, ζυμαρικά, ρύζι και δημητριακά για πρωινό έως τεχνητό γάλα για μωρά και γαλακτοκομικά προϊόντα – είναι εμπλουτισμένα με αυτόν.
Ετσι, η σιδηροπενική αναιμία είναι πλέον πολύ πιθανότερη σε μωρά που τρέφονται αποκλειστικά με μητρικό γάλα, μικρά παιδιά που πίνουν υπερβολικά πολύ γάλα, γυναίκες που έχουν έμμηνο ρύση ή είναι έγκυοι, χορτοφάγους και σε όσους παίρνουν φάρμακα τα οποία επεμβαίνουν στην απορρόφηση σιδήρου από τον οργανισμό ή προκαλούν εσωτερικές αιμορραγίες.
Σε πρώτη μοίρα έχει έρθει το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα: η υπερφόρτιση σιδήρου, δηλαδή το να έχει κανείς υπερβολικά αυξημένα επίπεδα του ιχνοστοιχείου στο αίμα του. Μελέτες δείχνουν ότι η υπερφόρτιση σιδήρου μπορεί να βλάψει τα εσωτερικά όργανα και να αυξήσει τον κίνδυνο διαβήτη, εμφράγματος και καρκίνου, κυρίως στους ηλικιωμένους.
Πάσχει ο ένας στους δέκα
Εξετάζοντας στοιχεία από περισσότερους από 1.000 εθελοντές ηλικίας 67 έως 96 ετών, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης διαπίστωσαν ότι ενώ το 3% είχαν χαμηλά επίπεδα σιδήρου στο αίμα τους, το 13% είχαν πάρα πολύ υψηλά.
Ετσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότερη συνέπεια της δυτικού τύπου διατροφής είναι αποθήκευση υψηλών επιπέδων σιδήρου και όχι η σιδηροπενική αναιμία.
Ο σίδηρος αποτελεί σημαντικό τμήμα διαφόρων πρωτεϊνών που μεταφέρουν οξυγόνο στον οργανισμό: της αιμοσφαιρίνης που υπάρχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια, της μυοσφαιρίνης που τροφοδοτεί με οξυγόνο τους μύες κ.λπ.
Οσο περισσότερος σίδηρος απορροφάται από τα διάφορα τρόφιμα, τόσο αυξάνονται τα αποθέματα του οργανισμού – κάτι που εκ φύσεως συμβαίνει σε όσους πάσχουν από αιμοχρωμάτωση, μία διαταραχή που προσβάλλει 1 άνθρωπο ανά 250 και αυξάνει από μόνη της την απορρόφηση σιδήρου.
Οι συνέπειες
Νωρίτερα εφέτος, το Κέντρο Επιστήμης για το Δημόσιο Συμφέρον (CSPI) των ΗΠΑ συγκέντρωσε τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα για τις συνέπειες των υπερβολικά υψηλών αποθεμάτων σιδήρου στον οργανισμό.
Οπως αναφέρει στην επιθεώρησή του το «Nutrition Action Healthletter», το πρόβλημα με τον πολύ σίδηρο είναι ότι ο οργανισμός δεν μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από αυτόν – εκτός κι αν υπάρξει αιμορραγία, όπως συμβαίνει στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με την έμμηνο ρύση.
Οι υπόλοιποι άνθρωποι, όμως, πρέπει να λάβουν μέτρα για να τον περιορίσουν – με άλλα λόγια, να δίνουν συχνά αίμα είτε ως αιμοδότες είτε με φλεβοτομία. Δίχως αυτά τα μέτρα ο περιττός σίδηρος συσσωρεύεται στο ήπαρ, στην καρδιά και στο πάγκρεας, όπου προκαλεί αντιστοίχως κίρρωση και καρκίνο του ήπατος, καρδιακή αρρυθμία και διαβήτη.
Οι συνέπειες αυτές μπορεί να εκδηλωθούν ακόμη και σε άτομα δίχως κληρονομούμενη αιμοχρωμάτωση.
Μελέτη διαρκείας δέκα ετών σε περισσότερες από 32.000 γυναίκες, λ.χ., έδειξε ότι όσες είχαν τα υψηλότερα επίπεδα σιδήρου διέτρεχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο διαβήτη σε σύγκριση με όσες είχαν τα χαμηλότερα.
Αντίστοιχα, μελέτη σε περισσότερους από 38.000 άντρες έδειξε ότι όσοι κατανάλωναν τον περισσότερο σίδηρο διέτρεχαν κατά 63% υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη.
Αλλες μελέτες έχουν δείξει πως όταν τα άτομα με πολύ σίδηρο δίνουν συχνά αίμα ελαττώνεται ο κίνδυνος διαβήτη.
Αν και ο κίνδυνος καρκίνου από τον πολύ σίδηρο παραμένει αβέβαιος για τους μη πάσχοντες από αιμοχρωμάτωση, οι τεκμηριωμένες συσχετίσεις ανάμεσα στην αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και τους καρκίνους του παχέος εντέρου και του προστάτη μπορεί κάλλιστα να οφείλονται στην αυξημένη κατανάλωση σιδήρου – και το ίδιο ισχύει με την καρδιοπάθεια.
Επιπλέον, υψηλά επίπεδα σιδήρου έχουν ανιχνευθεί στους εγκεφάλους ανθρώπων με νευροεκφυλιστικά νοσήματα όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον και η πλαγία μυατροφική σκλήρυνση (νόσος του Λου Γκέρινγκ). Ωστόσο, τα νοσούντα εγκεφαλικά κύτταρα έχουν την τάση να συσσωρεύουν σε αφύσικα επίπεδα τα ιχνοστοιχεία, οπότε ο σίδηρος σε αυτές τις περιπτώσεις ενδέχεται να αποτελεί συνέπεια της νευροεκφυλιστικής νόσου και όχι αιτία της.
Σε κάθε περίπτωση, η υπερφόρτιση σιδήρου αποτελεί ακόμη έναν λόγο για να μην τρώμε κρέας συχνότερα από δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα και να εστιαζόμαστε περισσότερο σε άλλες πηγές πρωτεϊνών, όπως το ψάρι, τα πουλερικά και οι φυτικές πηγές τους (όσπρια, ξηροί καρποί κ.λπ.).
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία
Τα παλιά τα χρόνια η ανησυχία ήταν ότι η ανεπαρκής κατανάλωσή του θα προκαλούσε σιδηροπενική αναιμία. Το πρόβλημα αυτό, όμως, σήμερα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, καθώς πολλά τρόφιμα του εμπορίου – από ψωμί, ζυμαρικά, ρύζι και δημητριακά για πρωινό έως τεχνητό γάλα για μωρά και γαλακτοκομικά προϊόντα – είναι εμπλουτισμένα με αυτόν.
Ετσι, η σιδηροπενική αναιμία είναι πλέον πολύ πιθανότερη σε μωρά που τρέφονται αποκλειστικά με μητρικό γάλα, μικρά παιδιά που πίνουν υπερβολικά πολύ γάλα, γυναίκες που έχουν έμμηνο ρύση ή είναι έγκυοι, χορτοφάγους και σε όσους παίρνουν φάρμακα τα οποία επεμβαίνουν στην απορρόφηση σιδήρου από τον οργανισμό ή προκαλούν εσωτερικές αιμορραγίες.
Σε πρώτη μοίρα έχει έρθει το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα: η υπερφόρτιση σιδήρου, δηλαδή το να έχει κανείς υπερβολικά αυξημένα επίπεδα του ιχνοστοιχείου στο αίμα του. Μελέτες δείχνουν ότι η υπερφόρτιση σιδήρου μπορεί να βλάψει τα εσωτερικά όργανα και να αυξήσει τον κίνδυνο διαβήτη, εμφράγματος και καρκίνου, κυρίως στους ηλικιωμένους.
Πάσχει ο ένας στους δέκα
Εξετάζοντας στοιχεία από περισσότερους από 1.000 εθελοντές ηλικίας 67 έως 96 ετών, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης διαπίστωσαν ότι ενώ το 3% είχαν χαμηλά επίπεδα σιδήρου στο αίμα τους, το 13% είχαν πάρα πολύ υψηλά.
Ετσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότερη συνέπεια της δυτικού τύπου διατροφής είναι αποθήκευση υψηλών επιπέδων σιδήρου και όχι η σιδηροπενική αναιμία.
Ο σίδηρος αποτελεί σημαντικό τμήμα διαφόρων πρωτεϊνών που μεταφέρουν οξυγόνο στον οργανισμό: της αιμοσφαιρίνης που υπάρχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια, της μυοσφαιρίνης που τροφοδοτεί με οξυγόνο τους μύες κ.λπ.
Οσο περισσότερος σίδηρος απορροφάται από τα διάφορα τρόφιμα, τόσο αυξάνονται τα αποθέματα του οργανισμού – κάτι που εκ φύσεως συμβαίνει σε όσους πάσχουν από αιμοχρωμάτωση, μία διαταραχή που προσβάλλει 1 άνθρωπο ανά 250 και αυξάνει από μόνη της την απορρόφηση σιδήρου.
Οι συνέπειες
Νωρίτερα εφέτος, το Κέντρο Επιστήμης για το Δημόσιο Συμφέρον (CSPI) των ΗΠΑ συγκέντρωσε τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα για τις συνέπειες των υπερβολικά υψηλών αποθεμάτων σιδήρου στον οργανισμό.
Οπως αναφέρει στην επιθεώρησή του το «Nutrition Action Healthletter», το πρόβλημα με τον πολύ σίδηρο είναι ότι ο οργανισμός δεν μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από αυτόν – εκτός κι αν υπάρξει αιμορραγία, όπως συμβαίνει στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με την έμμηνο ρύση.
Οι υπόλοιποι άνθρωποι, όμως, πρέπει να λάβουν μέτρα για να τον περιορίσουν – με άλλα λόγια, να δίνουν συχνά αίμα είτε ως αιμοδότες είτε με φλεβοτομία. Δίχως αυτά τα μέτρα ο περιττός σίδηρος συσσωρεύεται στο ήπαρ, στην καρδιά και στο πάγκρεας, όπου προκαλεί αντιστοίχως κίρρωση και καρκίνο του ήπατος, καρδιακή αρρυθμία και διαβήτη.
Οι συνέπειες αυτές μπορεί να εκδηλωθούν ακόμη και σε άτομα δίχως κληρονομούμενη αιμοχρωμάτωση.
Μελέτη διαρκείας δέκα ετών σε περισσότερες από 32.000 γυναίκες, λ.χ., έδειξε ότι όσες είχαν τα υψηλότερα επίπεδα σιδήρου διέτρεχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο διαβήτη σε σύγκριση με όσες είχαν τα χαμηλότερα.
Αντίστοιχα, μελέτη σε περισσότερους από 38.000 άντρες έδειξε ότι όσοι κατανάλωναν τον περισσότερο σίδηρο διέτρεχαν κατά 63% υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη.
Αλλες μελέτες έχουν δείξει πως όταν τα άτομα με πολύ σίδηρο δίνουν συχνά αίμα ελαττώνεται ο κίνδυνος διαβήτη.
Αν και ο κίνδυνος καρκίνου από τον πολύ σίδηρο παραμένει αβέβαιος για τους μη πάσχοντες από αιμοχρωμάτωση, οι τεκμηριωμένες συσχετίσεις ανάμεσα στην αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και τους καρκίνους του παχέος εντέρου και του προστάτη μπορεί κάλλιστα να οφείλονται στην αυξημένη κατανάλωση σιδήρου – και το ίδιο ισχύει με την καρδιοπάθεια.
Επιπλέον, υψηλά επίπεδα σιδήρου έχουν ανιχνευθεί στους εγκεφάλους ανθρώπων με νευροεκφυλιστικά νοσήματα όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον και η πλαγία μυατροφική σκλήρυνση (νόσος του Λου Γκέρινγκ). Ωστόσο, τα νοσούντα εγκεφαλικά κύτταρα έχουν την τάση να συσσωρεύουν σε αφύσικα επίπεδα τα ιχνοστοιχεία, οπότε ο σίδηρος σε αυτές τις περιπτώσεις ενδέχεται να αποτελεί συνέπεια της νευροεκφυλιστικής νόσου και όχι αιτία της.
Σε κάθε περίπτωση, η υπερφόρτιση σιδήρου αποτελεί ακόμη έναν λόγο για να μην τρώμε κρέας συχνότερα από δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα και να εστιαζόμαστε περισσότερο σε άλλες πηγές πρωτεϊνών, όπως το ψάρι, τα πουλερικά και οι φυτικές πηγές τους (όσπρια, ξηροί καρποί κ.λπ.).
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.